- πεπονιά
- (κουκουμίδα). Φυτό της οικογένειας των Κουκουρβιτιδών (δικοτυλήδονα), γνωστό για τους χοντρούς εδώδιμους καρπούς του, τα πεπόνια, κατάγεται από την Ασία και την υποτροπική Αφρική και καλλιεργείται από τα αρχαιότερα χρόνια.
Είναι φυτό ποώδες, με βλαστό γωνιώδη, χοντρό, έρποντα ή αναρριχώμενο, κοίλο, τραχύ και εφοδιασμένο με έλικες. Έχει φύλλα πλατιά, παλαμοειδή-γωνιώδη και λοβώδη, μαλακότριχα, ανοιχτοπράσινα τα κίτρινα άνθη μοιάζουν με τα άνθη της κολοκυθιάς, έχουν στεφάνη κωδωνοειδή-αστεροειδή. Οι καρποί, ανάλογα με την ποικιλία, είναι σφαιρικοί ή επιμήκεις, ομαλοί ή ανώμαλοι και, κατά την ωρίμανση, αναδίδουν ένα διαπεραστικό άρωμα· η σάρκα τους, στερεή, χυμώδης, που εύκολα ρευστοποιείται, κίτρινη ή λευκή, με γλυκιά γεύση, κάνει τον καρπό της π. ένα εξαίρετο φρούτο. Διατηρείται λίγο, εκτός εάν πρόκειται για πεπόνια της ποικιλίας χειμερινή, τα γνωστά χειμωνοπέπονα, που μπορούν να διατηρηθούν μέχρι την άνοιξη κρεμασμένα από την οροφή της αποθήκης. Στο κεντρικό τμήμα της σάρκας, που είναι πιο ινώδες και παρουσιάζει κενά, βρίσκονται οι πολυάριθμοι πλατείς και λογχοειδείς σπόροι.
Ανάλογα με την εξωτερική μορφή, διακρίνονται πεπόνια με δικτυωτή ρυτίδωση του φλοιού, τα πιο κοινά, πεπόνια κανταλούπ, με κατά μήκος κανονικές αυλακώσεις που μοιάζουν να τα χωρίζουν σε φέτες· πεπόνια με φλοιό λείο, κυρίως χειμερινά.
Ποικιλία πεπονιού με στενόμακρους καρπούς.
* * *η [πεπόνι]βοτ. κοινή ονομασία τού φυτού Cucumis melo τού γένους κουκούμις που καλλιεργείται στις θερμές περιοχές όλου τού κόσμου για τον εδώδιμο καρπό του.
Dictionary of Greek. 2013.